ορθωτήρας

ορθωτήρας
ο (Α ὀρθωτήρ, -ῆρος)
νεοελλ.
1. κάθε μέσο με το οποίο ανορθώνεται, ανυψώνεται κάτι
2. φρ. «ορθωτήρες μύες τριχών» — μύες από λείες μυϊκές ίνες οι οποίοι όταν συσπώνται ανορθώνουν τις τρίχες
αρχ.
αυτός που διευθύνει ή που εκτελεί κάτι με επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. στρω-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • κεφαλορθωτήρας — ο κεφαλόδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ορθωτήρας < ορθωτήρ < ὀρθῶ «σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ορθωτής — ο (ΑΜ ὀρθωτής) [ορθώ] νεοελλ. ορθωτήρας μσν. δημόσιος υπάλληλος που ασκούσε το λειτούργημα τού εφόρου αρχ. ο θεός που επιστατούσε και επέβλεπε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”