- ορθωτήρας
- ο (Α ὀρθωτήρ, -ῆρος)νεοελλ.1. κάθε μέσο με το οποίο ανορθώνεται, ανυψώνεται κάτι2. φρ. «ορθωτήρες μύες τριχών» — μύες από λείες μυϊκές ίνες οι οποίοι όταν συσπώνται ανορθώνουν τις τρίχεςαρχ.αυτός που διευθύνει ή που εκτελεί κάτι με επιτυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. στρω-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.